- υπανερπύζω
- Αανέρχομαι έρποντας αργά και ανεπαίσθητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ἀνερπύζω «ανεβαίνω έρποντας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπανερπύσαντες — ὑπανερπύζω creep up secretly aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)